- μόνανδρος
- -η, -ο (ΑΜ μόνανδρος -ον)νεοελλ.για άνθη) αυτός που έχει έναν μόνο στήμονααρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ μόνανδροςη γυναίκα που έχει ή είχε έναν μόνο σύζυγο («τὴν μόνανδρον Νυμφιδίαν», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον)ο)-* -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ-ανδρος].
Dictionary of Greek. 2013.